Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
μεγαμπάιτ
Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα μεγα- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Τηλεπικοινωνίες (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
Πληροφορική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μεγάτονος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα μεγά- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μέδιμνος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
Ιστορία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μικρο-
Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προθήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μικροδευτερόλεπτο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Φυσική (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μνα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από σημιτικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Νομίσματα (νέα ελληνικά)
Ιστορία (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μόδι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μονάδα μέτρησης
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μουζούρι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα από νόμους (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μπωντ
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Τηλεπικοινωνίες (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
Πληροφορική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ναυτικό μίλι
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ν.μ.
Συντομομορφές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Συντομογραφίες (νέα ελληνικά)
Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ντεσιμπέλ
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Φυσική (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
Ακουστική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
οβολός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιστορία (νέα ελληνικά)
Νομίσματα (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ουγγιά
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
οχηματοχιλιόμετρο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
παλάμη
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ανατομία (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
παρασάγγης
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία περσικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
Ιστορία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
πήχης
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ανατομία (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
πικο-
Λόγια δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
Προθήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary