Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
αμπέρ
Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αμπερώριο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Φυσική (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ατμόιππος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα ατμό- (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Φυσική (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βαθμοημέρα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα βαθμο- (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βαθμός Κέλβιν
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Φυσική (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βαθμός Κελσίου
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Φυσική (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βαθμός Μερκάλι
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βαθμός Ρίχτερ
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βαθμός Φαρενάιτ
Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Φυσική (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βατ
Ορθογραφικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Φυσική (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βατώρα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βολτ
Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Φυσική (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βολταμπέρ
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Φυσική (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γιάρδα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γιγαβάτ
Λέξεις με πρόθημα γιγα- (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γιγαβατώρα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Φυσική (νέα ελληνικά)
Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γιγαμπάιτ
Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα γιγα- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
Πληροφορική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γιγατόνος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα γιγα- (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δάχτυλο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ανθρώπινο σώμα (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δεκάμετρο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα δεκά- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -μετρο (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary