Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
ακροσημείο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Τηλεπικοινωνίες (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αποκεντρωτικό δίκτυο P2P
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αποκλειστική ζεύξη
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Τηλεπικοινωνίες (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αρτηρία
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Πληροφορική (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ασυνδεσιμικός
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ασυνδεσμικός
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ασύρματο σημείο πρόσβασης
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γέφυρα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μηχανική (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Οδοντιατρική (νέα ελληνικά)
Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
Ανατομία (νέα ελληνικά)
Πληροφορική (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δεδομενόγραμμα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δέκτης
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
Ανατομία (νέα ελληνικά)
Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
Συσκευές (νέα ελληνικά)
Τηλεπικοινωνίες (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διαδρομή
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διανεμημένος
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διανομέας
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'συγγραφέας' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διαστρωματωμένο πρωτόκολλο
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διασύνδεση ανοικτών συστημάτων
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διεύθυνση MAC
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
Υλικό υπολογιστή (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διεύθυνση υλικού
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
Υλικό υπολογιστή (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δικτυακός κορμός
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διομότιμος
Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα ομό- (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δρομολόγηση προέλευσης
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
View Wiktionary