Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Χρώματα (νέα ελληνικά)
αιματόχρους
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'βραδύνους' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα αιματό- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -χρους (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ακαζού
Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα τούπι (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βαθυπράσινος
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα βαθυ- (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βιολετί
Λέξεις με επίθημα -ί (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βυσσινί
Λέξεις με επίθημα -ί (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γαλάζιο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με συνίζηση που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γαλαζοπράσινος
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γαλανόλευκο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γκρι
Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γκρίζο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γλαυκό
Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δαμασκηνί
Λέξεις με επίθημα -ί (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δαμασκί
Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
Οπλισμός (νέα ελληνικά)
Εργαλεία (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ζαχαρί
Λέξεις με επίθημα -ί (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ιβουάρ
Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
καναρινί
Λέξεις με επίθημα -ί (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κανελί
Λέξεις με επίθημα -ί (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
καρμίνη
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
καρμίνι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
καρμίνιο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χρώματα (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary