Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
εκχωρώ
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ρήματα (νέα ελληνικά)
Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ελεύθερη μεταβλητή
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
εμβέλεια
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
εντολή
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Πολιτική (νέα ελληνικά)
Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
Οικονομία (νέα ελληνικά)
Πληροφορική (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
επανάκληση
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα επανά- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
επικεφαλίδα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
καθυστερημένη δέσμευση
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κλήση
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κλήση με αναφορά
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κλήση με τιμή
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κύρια συνάρτηση
Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λεκτική μονάδα
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
Μεταγλώττιση - πληροφορική (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λέξη κλειδί
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Πληροφορική (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λεξικογραφική μονάδα
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
Μεταγλώττιση - πληροφορική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λίστα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μεταβλητή
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ομόηχα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μεταβλητός
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μη γραμμική ανάπτυξη
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μη δομημένος προγραμματισμός
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μη στατικός
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary