Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
αντικείμενο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γραμματική (νέα ελληνικά)
Φυσική (νέα ελληνικά)
Πληροφορική (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
απλή κληρονομικότητα
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
απόκρυψη δεδομένων
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
απόκρυψη πληροφορίας
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αφαίρεση
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αριθμητική (νέα ελληνικά)
Γραμματική (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
Πληροφορική (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
Τέχνες (νέα ελληνικά)
Περιληπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αφηρημένη κλάση
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αφηρημένη μέθοδος
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ενθυλάκωση
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Πληροφορική (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
επικαλύπτω
Ρήματα (νέα ελληνικά)
Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
επικάλυψη
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
θυγατρικός
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Βιολογία (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
Βάσεις δεδομένων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κατασκευαστής
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κληρονομικότητα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Βιολογία (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μέθοδος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διάμετρος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα μέθ- (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μέθοδος κατασκευαστής
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μέθοδος μεταλλαγής
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μέθοδος προσπέλασης
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μέθοδος τροποποίησης
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μέλος δεδομένων
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary