Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Προέλευση λέξεων από τα ρουμανικά (νέα ελληνικά)
βαβεσίωση
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ρουμανικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κοκόνα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα ρουμανικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ρουμανικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λέι
Προέλευση λέξεων από τα ρουμανικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λοβιτούρα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ρουμανικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
οσποδάρος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα ρουμανικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ρουμανικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιστορία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
παχάρνικος
Επέκταση (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ρουμανικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιστορία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ποστέλνικος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ρουμανικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιστορία (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
σλέπι
Προέλευση λέξεων από τα ρουμανικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
τραγιάσκα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ρουμανικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χάμουρα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ρουμανικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary