Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
αρπακτικά
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γούλα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ομόηχα (νέα ελληνικά)
Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
Λαχανικά (νέα ελληνικά)
Φυτά (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δρομέας
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'συγγραφέας' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
Πληροφορική (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
εκκόλαψη
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κάλαμος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
Φυτά (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
καλοβάμονα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
καλοβατικά
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα καλο- (νέα ελληνικά)
Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κότα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την προελληνική (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
Πτηνά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λαιμόλειρο
Επέκταση (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μύστακας
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ορνιθολόγος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
όρνιο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με συνίζηση που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Πτηνά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
Υβριστικοί όροι (νέα ελληνικά)
Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
πλήκτρο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
πουλάκιας
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γυαλάκιας' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -άκιας (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
πρόλοβος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα πρό- (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
Ζωολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ράμφος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ράχη
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
στρουθίο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
στρουθιόμορφος
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -μορφος (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
τουρτούρα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary