Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
αδασμολογήτως
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αδιακρίτως
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αδιαλείπτως
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αιφνιδίως
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Τροπικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ακαυτηριάστως
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αμεταμορφώτως
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αμετατοπίστως
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ανεξαρτήτως
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ανεφίκτως
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
απαρερμηνεύτως
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
απροσχηματίστως
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
απταίστως
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ασπίλως
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ασυναγωνίστως
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βαθμιαίως
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βασίμως
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βροντοφώνως
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δημοσίως
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διαγωνίως
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δοκίμως
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary