Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Γλυκά (νέα ελληνικά)
ακανές
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
Αργκό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αρμενοβίλ
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ασουρές
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βανίλια
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Φυτά (νέα ελληνικά)
Φρούτα (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βαρβάρα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
Πτηνά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βάφλα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ολλανδικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τη μέση ολλανδική (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βύσσινο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Φρούτα (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γαλακτομπούρεκο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γαλατόπιτα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με συνθετικό 'πίτα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γκοφρέτα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γλύκισμα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γλυκό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γλυκό του κουταλιού
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
εκμέκ
Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
εργολάβος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα εργο- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ζαμπαγιόνε
Επέκταση (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ζαχαράτο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ζαχαροκούλλουρο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ζαχαροκούλουρο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ζαχαρωτό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλυκά (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary