Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
ψαρονέφρι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ψαροταβέρνα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα ψαρο- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ψαχνός
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ψευτόσουπα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα ψευτό- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
Περιστασιακές συνθέσεις (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ψυχόπιτα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα ψυχό- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με συνθετικό 'πίτα' (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
Λαογραφία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ωτία
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary