Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
γάλλιο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γερμάνιο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δημήτριο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δυσπρόσιο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
έρβιο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα σουηδικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ευρώπιο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ζιρκόνιο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
θάλλιο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
θείο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
θείον
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Θρησκεία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
θόριο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα παλαιά νορβηγικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
θούλιο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ίνδιο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ιρίδιο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ιώδιο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κάδμιο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λέξεις από ονόματα χαρακτήρων (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
καίσιο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κάλιο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
καλιφόρνιο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κασσίτερος
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary