Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
επιλοχαγός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
επιλοχίας
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ταμίας' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
επισμηναγός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
επισμηνίας
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ταμίας' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
επιφαρμακοποιός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ποιός (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ιατρός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ίλαρχος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κελευστής
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κτηνίατρος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λοχαγός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -αγός (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λοχίας
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ταμίας' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ίας (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μοίραρχος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -αρχος (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ναύαρχος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -αρχος (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ναύτης
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' και με λόγια γενική ενικού -ου (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
πλοίαρχος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μέτοχος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -αρχος (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
πλωτάρχης
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λιμενάρχης' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -άρχης (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
πρωθυπολοχαγός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα πρωθ- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
πτέραρχος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βιομήχανος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -αρχος (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
σημαιοφόρος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
σμηναγός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -αγός (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
View Wiktionary