Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
άγγελος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Θρησκεία (νέα ελληνικά)
Λόγιες σημασίες όρων (νέα ελληνικά)
Φιλολογία (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Ιχθυολογία (νέα ελληνικά)
Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ακτόδρομος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
άνεμος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Άνεμοι (νέα ελληνικά)
Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
άργυρος
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Μεταλλουργία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αυτοέλεγχος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βάιλος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιστορία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βάυλος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιστορία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γραμματοδιδάσκαλος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα γραμματο- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δάκτυλος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
Μετρική (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δάχτυλος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δημοδιδάσκαλος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διάβολος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα διά- (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διάκονος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διαστημάνθρωπος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
έλεγχος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ελληνοδιδάσκαλος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα ελληνο- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
επίδεσμος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα επί- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
έρανος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
εύζωνος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα εύ- (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Ιστορία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary