Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
τσάι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα κινεζικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Βοτανική (νέα ελληνικά)
Βότανα (νέα ελληνικά)
Φυτά (νέα ελληνικά)
Ποτά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
φτωχολόι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα φτωχο- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -λόι (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χαμόι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -όι (νέα ελληνικά)
Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χαμολόι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα χαμο- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -λόι (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χούι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ψιλολόι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα ψιλο- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -λόι (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Περιληπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary