Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
μπενζίνα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μπότα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Υπόδηση (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μπρετέλα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μπριγκέτα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μπρίζα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
μπρικέτα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
νεροκολοκύθα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα νερο- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
οπαλίνα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ορχιδέα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Βοτανική (νέα ελληνικά)
Λουλούδια (νέα ελληνικά)
Φυτά (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
παγοκολόνα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
πάγρα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
παίχτρα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -τρα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
παλάντζα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
παλάσκα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
παλμέτα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γεωπονία (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
παντομίμα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
παπάρα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
παπαρδέλα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
πατρόνα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
πεδούκλα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -α (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary