Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κάτοχος' (νέα ελληνικά)
αγαθοσύμβουλος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κάτοχος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
άργιλος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κάτοχος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διάδοχος
Λέξεις με πρόθημα διά- (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -δοχος (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κάτοχος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κάτοχος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κάτοχος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
νεκρόφοβος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κάτοχος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
συγκάτοχος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κάτοχος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα συγ- (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
σύμβουλος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κάτοχος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary