Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός' (νέα ελληνικά)
γκρεμνά
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γκρεμνός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δεσμά
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δεσμός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
καπνά
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Βοτανική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
καπνός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Φυτά (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λαιμά
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λαιμός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ανατομία (νέα ελληνικά)
Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
πηλά
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
πηλός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
σκελετά
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
σκελετός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ανατομία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
σταθμά
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
σταθμός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary