Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
διαμαντικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διαμαρτυρικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διαφορικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διδακτορικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δικαιολογητικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δικτυωτό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διμηνιό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Βοτανική (νέα ελληνικά)
Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διουρητικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δοξαστικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Θρησκεία (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δουλεμπορικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δουλικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ικο (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δυναμικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Οικονομία (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
εγκεφαλικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
εδαφοβελτιωτικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
εθνωνυμικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ειλητό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Θρησκεία (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
εκατομμυριοστό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
εκατοστό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
εκκαθαριστικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Οικονομία (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
εκρηκτικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary