Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
αβασταγό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αβγό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Βιολογία (νέα ελληνικά)
Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αγαθό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
Οικονομία (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αγαρικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Βιολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αγγειοδιασταλτικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αγερικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αγκομαχητό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αγρινό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Δημοτική (νέα ελληνικά)
Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αγχολυτικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αερικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αεροναυαγοσωστικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αεροπλανικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αιμοστατικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αιτιατό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ακουστικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αλαλητό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αλατερό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
Κουζινικά (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αλευρικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
Ποτά (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αλιευτικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αλλαντικό
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ικό (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary