Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
σκιέρ
Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
σκόρερ
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
σομελιέ
Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
σπρίντερ
Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
σταζιέρ
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
σταρ
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
σφίχτερ
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ταλιμπάν
Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα παστό (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
τραβεστί
Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
τραλαλά
Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μουσική (νέα ελληνικά)
Λέξεις χωρίς νόημα (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
τρανσέξουαλ
Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
τρέκερ
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
τρέκι
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
τριπλέρ
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
τσιφ
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Οικονομία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
φαν
Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
φανκ
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
φαρσέρ
Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
φιναλίστ
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
φρι λάνσερ
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary