Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
τροπονίνη
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ίνη (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
τσιφ
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
Οικονομία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
τυμπανίτιδα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ίτιδα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
Κτηνιατρική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
υγιεινολογία
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
υπερέλικα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Βιολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
υπερπρολακτιναιμία
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
υπερώνυμος
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ώνυμος (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
Θρησκεία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
υπνοθεραπευτής
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
υπνωτίζω
Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ρήματα (νέα ελληνικά)
Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ύττριο
Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
φαινοθειαζίνη
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
φαρυγγισμός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
φατικός
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
φερμιόνιο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στοιχειώδη σωματίδια (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
φλας μπακ
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
φρέον
Λέξεις από επωνυμίες (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
φυτοβιολογία
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα φυτο- (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
φυτογραφία
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα φυτο- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -γραφία (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Βοτανική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
φυτοκοινωνία
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
φυτόλιθος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα φυτό- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
Βοτανική (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary