Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
έχει φάση
Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ζεβζέκης
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ζελές
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
θυρωρίνα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ίνα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κάνω φάση
Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αργκό (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
καρακόλι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Στρατιωτική αργκό (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κιμαδιάζω
Λέξεις με επίθημα -ιάζω (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ρήματα (νέα ελληνικά)
Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κιρκινέζι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
Πτηνά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κοζάρω
Λέξεις με επίθημα -άρω (νέα ελληνικά)
Ρήματα (νέα ελληνικά)
Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κόζι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κολιές
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κομαντάντης
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κοπανίζω
Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Ρήματα (νέα ελληνικά)
Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κωλονούρι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα κωλο- (νέα ελληνικά)
Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λάκα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα χίντι (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ομόηχα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λειχηνιάζω
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ρήματα (νέα ελληνικά)
Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λητάρι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λιόγερμα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λιόκλαρο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
λιονταρής
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary