Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
άγιο λείψανο
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Θρησκεία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
άηχο σύμφωνο
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Φωνητική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αιμοφόρο αγγείο
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
Ανατομία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αιολικό πάρκο
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Οικολογία (νέα ελληνικά)
Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ακαδημαϊκό τέταρτο
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αναπηρικό αμαξίδιο
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ανοσοποιητικό σύστημα
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Βιολογία (νέα ελληνικά)
Ιατρική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
απολεξικοποιημένο ρήμα
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
αστυνομικό τμήμα
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ατομικό βάρος
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χημεία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βαρομετρικό υψηλό
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βαρομετρικό χαμηλό
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
βόρειο ημισφαίριο
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αστρονομία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
γεωγραφικό πλάτος
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
Αστρονομία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δέκατο έκτο
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μουσική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δεσμευμένο μόρφημα
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δημώδη λατινικά
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλώσσες (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
διεθνές δίκαιο
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δυναμικό ηχοκαρδιογράφημα
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Καρδιολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δυναμικό μικρόφωνο
Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary