Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Ζώα (νέα ελληνικά)
χερόψαρο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα χερό- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ψαρο (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ψάρια (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χήνα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Πτηνά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αργκό (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χηνάκι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Πτηνά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χηνάρι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Πτηνά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χήνα του Καναδά
Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Πτηνά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χηνίτσα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίτσα (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Πτηνά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χηνόπουλο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -όπουλο (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Πτηνά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χήνος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Πτηνά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χηνούλα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ούλα (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Πτηνά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χιμπαντζής
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Ορθογραφικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από γλώσσες μπαντού (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χιμπατζής
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Ορθογραφικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από γλώσσες μπαντού (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χοίρος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χουλιαρόπαπια
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Πτηνά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χουχουριστής
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Πτηνά (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χριστόψαρο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα χριστό- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ψαρο (νέα ελληνικά)
Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ψάρια (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χρυσοκάνθαρος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Έντομα (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χρυσόψαρο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα χρυσό- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ψαρο (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ψάρια (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
Ιχθυολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
χταπόδι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μαλάκια (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ψαλίδα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μεγεθυντικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Βοτανική (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
Έντομα (νέα ελληνικά)
Κομμωτική (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Ανατομία (νέα ελληνικά)
Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ψάρι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ψάρια (νέα ελληνικά)
Ζώα (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Στρατιωτική αργκό (νέα ελληνικά)
Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary