Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
ικαβικός
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ινδοευρωπαϊκή
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
Γλώσσες (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ινδοευρωπαϊκός
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα ινδο- (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
ιωτακισμός
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
Φωνολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
καθαρεύων
Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'τρέχων' (νέα ελληνικά)
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'απάδων' (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
καταλήγω
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα κατα- (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ρήματα (νέα ελληνικά)
Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
Επίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κατάληξη
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γραμματική (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κατασημαίνω
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ρήματα (νέα ελληνικά)
Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κατασήμανση
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κατεβάζω
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ρήματα (νέα ελληνικά)
Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
Πληροφορική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κατηγόρημα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
Λογική (νέα ελληνικά)
Πληροφορική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κειμενογλωσσολογία
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κλειστός
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κοινόλεκτος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άμπελος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα κοινό- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κοινολεκτούμενος
Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κοινωνιογλωσσολογία
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα κοινωνιο- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα γλωσσο- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Κοινωνιολογία (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κοινωνιόλεκτο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κοινωνιόλεκτος
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άμπελος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -λεκτος (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κολωνικά
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κρεολή γλώσσα
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
View Wiktionary