Schule tou Shu
Home
All Words
All Categories
Login
Sign-up
Words in Category Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
γούγλης
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
Πληροφορική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δασοκομάντο
Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δε μου καίγεται καρφί
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
δυσκολάκι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
εθνοφονιάς
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα εθνο- (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
εξαφανιζόλ
Λέξεις με επίθημα -όλ (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
επίδοξος χάκερ
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
Πληροφορική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
καλυτερότερος
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Επίθετα συγκριτικού βαθμού (νέα ελληνικά)
Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ότερος (νέα ελληνικά)
Εκφραστικοί αναδιπλασιασμοί (νέα ελληνικά)
Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
Επιτατικά επίθετα (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κάνω κρα
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κλάνω μαλλί
Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χυδαιολογίες (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κλάνω πατάτες
Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Χυδαιολογίες (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κλικάρισμα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ισμα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -άρω (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κλικάρω
Λέξεις με επίθημα -άρω (νέα ελληνικά)
Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Ρήματα (νέα ελληνικά)
Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κομματοκούταβο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κόπι πάστε
Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κοπριτόσκυλο
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -σκυλο (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
Υβριστικοί όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κόπυ πάστε
Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κορεκτίλα
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ίλα (νέα ελληνικά)
Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κουβεντολόι
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -λόι (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
View Wiktionary
κρας
Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αγγλισμοί (νέα ελληνικά)
Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
Πληροφορική (νέα ελληνικά)
View Wiktionary